Για τη σύγκρουση Μουσείου Ακρόπολης-Κώστα Γαβρά και χριστιανισμού-ελληνισμού
Η εκκλησία είχε κάθε δικαίωμα να κρίνει το ενημερωτικό υλικό του κ. Γαβρά, όπως οποιοσδήποτε άλλος πολίτης ή παράγων της κοινωνικής ζωής. Ό,τι διαμείφθηκε στη συνέχεια μεταξύ του Μουσείου και του σκηνοθέτη αφορά τους ίδιους και φυσικά η εκκλησία δε φέρει την παραμικρή ευθύνη.
Από εκεί και πέρα όμως, εξαπολύθηκε από τα ΜΜΕ μία πρωτοφανής επίθεση κατά της ίδιας της παρουσίας του χριστιανισμού στον ελλαδικό χώρο. Με έκπληξη και οδύνη είδαμε να εμφανίζεται σχεδόν ως αυτονόητο πως ο χριστιανισμός επιβλήθηκε στον ελληνισμό δια της βίας και του φανατισμού –εκριζώνοντας δήθεν με αιματηρό και καταστροφικό τρόπο την «πατροπαράδοτη» «ελληνική θρησκεία», δηλαδή την ειδωλολατρία!
Οποιοσδήποτε έχει κάποια σχέση με την ιστορία γνωρίζει αντιθέτως πως ο ελληνισμός ασπάστηκε το χριστιανισμό από την αρχή, αυθόρμητα και μαζικά, όπως κανείς άλλος δεν το έκανε τους τρεις πρώτους μετά Χριστόν αιώνες. Ο χριστιανισμός μάλιστα λειτούργησε ως κιβωτός για τον πυρήνα της ελληνικής σκέψης και του πολιτισμού, όπως αποδεικνύει η πατερική παράδοση και η ελληνική έκφραση της χριστιανικής γραμματείας, ακόμα και του συνόλου σχεδόν της Καινής Διαθήκης. Είναι δε γνωστό πως ελληνικά καλλιτεχνήματα από ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο, ακόμα και «εθνικά» εδώλια, μεταφέρθηκαν αργότερα, τον 4ο αι. μ.Χ., στην Κωνσταντινούπολη, για να στολίζουν τους δημόσιους χώρους της Βασιλεύουσας «Νέας Ρώμης» και να υπογραμμίζουν έτσι τον «ανατολικό» (ελληνικό) της χαρακτήρα.
Πέραν αυτών όμως, μας απασχολεί η οξύτητα, η εμπάθεια και η ένταση των επιθέσεων κατά του χριστιανισμού που εξαπολύθηκαν με αφορμή την αντιπαράθεση Μουσείου Ακρόπολης-Κώστα Γαβρά, από πλήθος δημοσιολόγων, επιστημόνων, πολιτικών παραγόντων όλων των μεγάλων κομμάτων, ΜΜΕ κ.λπ. που κατά τη γνώμη μας αναδεικνύουν, άλλα, πολύ σοβαρότερα, ζητήματα.
Είναι εντελώς φανερό πως τις τελευταίες δεκαετίες έχει πραγματοποιηθεί και στη χώρα μας μία «στροφή» υπέρ της εκκοσμίκευσης του χαρακτήρα του ελληνικού κράτους και της ενίσχυσης του ουδετερόθρησκου χαρακτήρα του.
Αυτό όμως δεν είναι δυνατό να αξιοποιείται από τις δυνάμεις της εκκοσμίκευσης προκειμένου να εκτοπιστεί ο χριστιανισμός από την πατρίδα μας, ούτε για να εξαφανιστεί η σχέση ελληνισμού και χριστιανισμού: τη σχέση αυτή εξάλλου μαρτυρούν η ιστορία, τα τοπωνύμια, τα ίδια τα ονόματα των ανθρώπων, η γλώσσα μας, η λογοτεχνία και το σύνολο της ελληνικής καλλιτεχνικής έκφρασης, τα ήθη και τα έθιμά μας, η θεσμική λειτουργία του κράτους .
Τη σχέση αυτή αναδεικνύει η ίδια η καθημερινότητα των Ελλήνων, που εξακολουθούμε στη μεγάλη μας πλειοψηφία να αποτελούμε πλήρωμα της εκκλησίας και να θέτουμε υπό τη σκέπη της πλήθος εκδηλώσεων της προσωπικής μας ζωής, τις χαρές μας και τις λύπες μας, ακόμα και αν δεν διατηρούμε ζωντανή πνευματική σχέση μαζί της, πράγμα που ισχύει μολοταύτα για εκατοντάδες χιλιάδες ανάμεσά μας.
Πολύ περισσότερο, θα πρέπει να κατανοηθεί από όλους πως πλέον οι επιθέσεις κατά της εκκλησίας και του χριστιανισμού στη χώρα μας λαμβάνουν τη μορφή της επιχείρησης υπέρ μιας ιδιότυπης κοινωνικής περιθωριοποίησης του χριστιανισμού και των χριστιανών. Αυτή η περιθωριοποίηση όμως τραυματίζει τον κοινωνικό ιστό, προκαλεί διχαστικά φαινόμενα και δε διευκολύνει την προσπάθεια να βρεθεί μία νέα ισορροπία μεταξύ έθνους και χριστιανισμού στην Ελλάδα, σύμφωνα με τις πραγματικότητες του 21ου αιώνα.
Θα ήταν μέγα λάθος να επιχειρηθεί η εμπέδωση στην Ελλάδα της ιδέας πως ο χριστιανισμός και η ορθοδοξία είναι «ξενόφερτοιι» και πρέπει να εξοβελιστούν από κάθε εθνική πολιτική και πολιτειακή έκφραση. Κάτι τέτοιο δε απειλεί απλά να προκαλέσει εθνικό διχασμό. Επιπλέον στερεί την κοινωνία μας από τα ζωογόνα στοιχεία που φέρει ο χριστιανισμός και η ορθοδοξία στην πνευματική ζωή, την κοινωνική συνοχή, την εθνική μας ταυτότητα. Ο χριστιανισμός είναι φορέας πνεύματος συνδιαλλαγής, φιλανθρωπίας, κοινωνικής αλληλεγγύης, ατομικής ευθύνης, ειρήνης, παιδείας, ιστορικής αυτογνωσίας, φιλοξενίας, οικουμενικότητας που ο ελληνισμός σήμερα τα χρειάζεται περισσότερο από ποτέ. «Σκληρόν σοι πρὸς κέντρα λακτίζειν*»
Η πατρίδα μας χρειάζεται πράγματι αναθεώρηση των σχέσεων κράτους-εκκλησίας, ούτως ώστε αυτές να αντιστοιχούν στις πραγματικότητες του 21ου αιώνα. Αυτή όμως η νέα σύνθεση πρέπει να είναι εποικοδομητική για την κοινωνική, πνευματική και πολιτική μας ζωή. Στην προσπάθεια να βρεθούν οι νέες ισορροπίες, όλοι οι Έλληνες πρέπει να είμαστε μαζί. Χωρίς μηδενισμούς, μισαλλοδοξία, διχαστική διάθεση, ιστορική άγνοια και προσπάθεια για δημιουργία νέων «μιασμάτων»…
* Πράξ. 26,14
O Αλέξανδρος Αρβανιτάκης είναι διεθνολόγος. Ο Νίκος Γεωργιόπουλος είναι υποψήφιος δρ. χρηματοοικονομικής στο πανεπιστήμιο της Βιέννης. O Θόδωρος Παντούλας είναι εκδότης του περιοδικού «Manifesto». Ο Νίκος Ράπτης είναι δρ. παιδαγωγικής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου